- χρησμολόγιο
- το / χρησμολόγιον, ΝΑ [χρησμολόγος]νεοελλ.βιβλίο με χρησμούς, με προφητείες για το μέλλοναρχ.προφητεία, χρησμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρησμολόγιο — το βιβλίο που περιέχει χρησμούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek